- παχύχυμος
- πᾰχύ-χῡμος, ον,A with thick juices, Id.6.261, Alex.Aphr.Pr.1.52, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύχυμος — with thick juices masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύχυμος — ον, Α αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», Αλέξ. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χυμός (πρβλ. κακό χυμος)] … Dictionary of Greek
παχύχυμον — παχύχυμος with thick juices masc/fem acc sg παχύχυμος with thick juices neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυχύμοις — παχύχυμος with thick juices masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυχύμου — παχύχυμος with thick juices masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυχύμους — παχύχυμος with thick juices masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυχύμων — παχύχυμος with thick juices masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύχυμα — παχύχυμος with thick juices neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύχυμοι — παχύχυμος with thick juices masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek